αποσχηματίζω

αποσχηματίζω
(AM ἀποσχηματίζω) [σχήμα]
μσν.
αφαιρώ το μοναχικό σχήμα από κάποιον, τον καθαιρώ
αρχ.
δίνω σε κάτι σχήμα, διαμορφώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποσχηματίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, αφαιρώ το ιερατικό ή μοναχικό σχήμα από κάποιον ιερωμένο ή καλόγερο, τον κάνω λαϊκό: Το εκκλησιαστικό δικαστήριο καθαίρεσε και αποσχημάτισε τον κατηγορούμενο κληρικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποσχηματίζει — ἀποσχηματίζω shape pres ind mp 2nd sg ἀποσχηματίζω shape pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχηματίζειν — ἀποσχηματίζω shape pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχηματίζεσθαι — ἀποσχηματίζω shape pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχηματίσας — ἀποσχηματίσᾱς , ἀποσχηματίζω shape aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”